- ημί
- ἠμί (Α)1. (το α' εν. πρόσ. τού ενεστ. στους Αττικούς μόνο όταν επαναλαμβάνεται με έμφαση κάτιαλλιώς μόνο στο γ' εν. ήσι) λέγω2. (στον Όμ. απαντά μόνο το γ' εν. πρόσ. πρτ., στο τέλος ενός λόγου, για να δηλώσει μετάβαση στην αμέσως επόμενη πράξη) ή («ἦ, καὶ σχέθε χεῑρα» — είπε, και αμέσως..., (Ομ. Ιλ.)3. (σπαν. με επανάληψη τού υποκ.) «ἦ ῥα γυνή ταμίη», Ομ. Ιλ.)4. φρ. α) «ἦν δ' ἐγώ»(α' εν. πρτ.) είπα, έλεγα εγώβ) «ἦ δ' ὅς», «ἦ δ' ἥ» — έλεγε, είπε εκείνος, έλεγε, είπε εκείνηγ) «ἦ δ' ὅς λέγων» — είπε, λέγοντας, εκείνοςδ) (με επανάληψη τού υποκ.) «ἦ δ' ὅς ὁ Γλαύκων»ε) (μτγν. και χωρίς το ος) «ἦ δ' ὁ Νεῑλος», Φιλόστρ.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο πιο αρχ. και πιο εύχρηστος τ. τού ρ. που μαρτυρείται ήδη στον Όμ. είναι το ἦ «έλεγε», γ' εν. πρόσ. πρτ. ανάγεται σε *ἦκ-τ < IE*ēg-t, τού οποίου η μεταπτωτική ετεροιωμένη βαθμίδα *ōg-απαντά στο άν-ωγα*«διατάζω, προτρέπω». Ο τ. ἦ χρησιμοποιείται συνήθως σε παρενθετικές φράσεις (ἦ δ' ὅς). Ο άλλοι τ. τού ρ. είναι σχηματισμένοι κατά το πρότυπο του φημί (πρβλ. ἠμί, ἠσι). Το ἠμί χρησιμοποιείται κυρίως σε εμφατικές επαναλήψεις].
Dictionary of Greek. 2013.